- φλογίτης
- ὁ, θηλ. φλογῑτις, -ίτιδος, Αείδος πολύτιμου λίθου ξανθοκόκκινου χρώματος2. το θηλ. είδος ανεμώνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -ίτης* / -ῖτις (πρβλ. ὀνυχ-ίτης / -ῖτις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλογίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. φλογίτης … Dictionary of Greek